- κατηναγκασμένως
- κατηναγκασμένως (Α)επίρρ. κατ' ανάγκη, εξ ανάγκης, κατά ανωτέρα επιβολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηναγκασμένος τού ρ. καταναγκάζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατηναγκασμένως — καταναγκάζω force back perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) κατηναγκασμένως of necessity indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)